ἐπικνίζω
English (LSJ)
A scratch the surface, Thphr.HP4.2.1, CP5.2.4 (Pass.); of the plough, AP6.238 (Apollonid.).
German (Pape)
[Seite 951] auf der Oberfläche ritzen, aufritzen, Theophr.; χέρσον ἀρότρῳ Apollnds. 5 (VI, 238).
French (Bailly abrégé)
gratter à la surface, écorcher.
Étymologie: ἐπί, κνίζω.
Greek Monolingual
ἐπικνίζω (Α)
1. ξύνω στην επιφάνεια
2. (για άροτρο) σχίζω
3. «ἐπικνίζεται
δάκνεται» (Λεξικό Σούδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κνίζω «ξύνω»].