ἐπιωγαί

Revision as of 22:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ῶν, αἱ (ἰωγή),

   A places of shelter for ships, roadsteads, Od.5.404, Opp.H.1.602 : after Hom. in sg.. A.R.4.1640.

German (Pape)

[Seite 1006] αἱ, Stellen am Ufer, wo die Schiffe vor Stürmen (die sich dort brechen, ἄγνυμι) gesichert vor Anker liegen können, Schutz vor dem Winde, Od. 5, 404; ἠϊόνων Opp. H. 2, 550.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιωγαί: -ῶν, αἱ, τόποι ἢ μέρη πρὸς ἀγκυροβόλησιν τῶν πλοίων καὶ προφύλαξιν αὐτῶν, οὐ γὰρ ἔσαν λιμένες, νηῶν ὄχοι, οὐδ᾿ ἐπιωγαί, «τόποι ἀνέμου σκέπην ἔχοντες, ἔνθα καὶ ἰωή, τουτέστι πνοὴ ἄγνυται» (Εὐστ.), Ὀδ. Ε. 404· ― ἐν τῷ ἑνικῷ: κατερχομένους ἐπιωγὴν (διάφ. γρ. ἐπ᾿ ἰωγὴν) «σκέπην, ὑφ᾿ ἧς ὁ ἄνεμος ἄγνυται» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1640, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ῶν (αἱ) :
endroits de la côte où s’abritent les vaisseaux.
Étymologie: ἐπί, ἰωγή.

English (Autenrieth)

pl.; places of shelter against wind and wave, roadstead, Od. 5.404†.

Greek Monotonic

ἐπιωγαί: -ῶν, αἱ, ασφαλείς τόποι, καταφύγια πλοίων, αγκυροβόλια, λιμάνια, σε Ομήρ. Οδ.