ἐπιπίλναμαι

Revision as of 23:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

only pres., Ep. for ἐπιπελάζομαι,

   A come near, οὔτε χιὼν ἐπιπίλναται Od.6.44 (v.l. ἐπικίδναται) ; ἐπ' οὔδει πίλναται Il.19.92.

German (Pape)

[Seite 969] (s. πίλναμαι), annahen, sich nähern, οὔτε χιὼν ἐπιπίλναται Od. 6, 44.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπίλναμαι: Ἀποθ., ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., Ἐπικ., προσπελάζω, ἔρχομαι πλησίον, οὔτε χιὼν ἐπιπίλναται Ὀδ. Ζ. 14.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
s’approcher.
Étymologie: ἐπί, πίλναμαι.

English (Autenrieth)

come nigh, Od. 6.44†.

Greek Monolingual

ἐπιπίλναμαι (Α) πίλναμαι
(αποθ., μόν. στον ενεστ.) προσπελάζω, έρχομαι κοντάοὔτε χιὼν ἐπιπίλναται», Ομ. Οδ.).

Greek Monotonic

ἐπιπίλναμαι: αποθ., μόνο σε ενεστ. και παρατ., έρχομαι κοντά, εγγίζω, πλησιάζω, σε Ομήρ. Οδ.