ζεῦξις
English (LSJ)
εως, ἡ, (ζεύγνυμι)
A yoking or manner of yoking oxen, ζεύξι τοιαύτῃ χρεώμενοι Hdt.3.104. II bridging, τοῦ Βοσπόρου Id.4.88; τοῦ Ἑλλησπόντου Id.7.35.
German (Pape)
[Seite 1138] ἡ, 1) die Ueberbrückung, τοῦ Ἑλλησπόντου Her. 7, 35. – 2) das Anspannen, Her. 3, 104; das Gespann, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ζεῦξις: -εως, ἡ, (ζεύγνυμι) τὸ ζευγνύναι, ζεύξιμον, ζεύξει τοιαύτῃ χρεόμενοι Ἡρόδ. 3. 104. ΙΙ. σύνδεσις, τὸ συνάπτειν οἷον διὰ γεφύρας, ὁ αὐτ. 4. 88., 7. 35.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de joindre par un pont;
2 action d’atteler au joug.
Étymologie: ζεύγνυμι.
Greek Monotonic
ζεῦξις: -εως, ἡ (ζεύγνυμι),
I. σύζευξη, ζέψιμο ή τρόπος σύζευξης βοδιών, σε Ηρόδ.
II. σύναψη, σύνδεση, ένωση, ζεύξη, όπως αυτή που γίνεται μέσω γέφυρας, στον ίδ.