καυτός
English (LSJ)
ή, όν,
A v. καυστός.
Greek (Liddell-Scott)
καυτός: -ή, -όν, ἴδε ἐν λ. καυστός.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 brûlé (par le bout);
2 brûlant.
Étymologie: καίω.
Greek Monolingual
(I)
και καυστός, -ή, -ό (ΑΜ καυτός και καυστός, -ή, -όν) καίω
αυτός που καίει, που βράζει, πυρακτωμένος, καυτερός, ζεματιστός (α. «καυτό σίδερο» β. «καυτὸν μοχλὸν λαβόντας ἐκκάειν τὸ φῶς Κύκλωπος», Ευρ.)
νεοελλ.
ζωτικός, βασικός («καυτά προβλήματα»)