κάρβανος

Revision as of 23:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ον,

   A = βάρβαρος, outlandish, foreign, A.Supp.914; Χείρ Id.Ag.1061, cf.Lyc.1387: also καρβάν, Hsch.s.v. ἐκαρβάνιζεν; acc. καρβᾶνα, αὐδάν A.Supp.129 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

κάρβᾱνος: -ον, = βάρβαρος, ξένος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 914 χεὶρ Ἀγ. 1061, πρβλ. Λυκόφρ. 1387· αἰτ. καρβᾶνα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 129. - Καθ' Ἡσύχ.: «κάρβανοι καὶ πισσᾶται, οἱ ἀλφὸν ἢ λέπραν ἔχοντες. Ἕλληνες δὲ τοὺς βαρβάρους, οἱ δὲ τοὺς Κᾶρας».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui parle une langue étrangère ; barbare.
Étymologie: DELG emprunt certain, mais obscur.

Greek Monolingual

κάρβανος, -ον (Α)
βάρβαρος, ξένοςκάρβανος ὤν δ' Ἕλλησιν ἐγχλίεις ἄγαν» — ενώ είσαι βάρβαρος, φέρεσαι με μεγάλη αλαζονεία στους Έλληνες, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καρβάν].

Greek Monotonic

κάρβᾱνος: -ον, = βάρβαρος, αλλοδαπός, ξένος, σε Αισχύλ. (ξέν. λέξη).