κενότης

Revision as of 23:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A emptiness, Pl.R.585b, Ti.58b, Thphr.Sens.54; vanity, Phld.D.1.17; εἰς κενότητας ἄν μοι ὁ λόγος ἐξέπιπτε D.H.Is.20; κ. σφυγμοῦ Agathin. ap. Gal.8.936; cf. κενεότης.

German (Pape)

[Seite 1417] ητος, ἡ, die Leere, Plat. Rep. IX, 585 b Tim. 58 b; Nichtigkeit, Eitelkeit, Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

κενότης: -ητος, ἡ, ματαιότης, μηδαμινότης, ἄγνοια καὶ ἀφροσύνη ἆρ’ οὐ κενότης ἐστὶ τῆς περὶ ψυχὴν αὖ ἕξεως; Πλάτ. Πολ. 585Β, Τίμ. 58Β, Ἰσαῖ., κλ.·- κενὸν διάστημα, κενόν, Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ. ἐν λέξ. κενεότης.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
le vide.
Étymologie: κενός.

Greek Monotonic

κενότης: -ητος, ἡ (κενός), ματαιότητα, κενότητα, σε Πλάτ.