κυδιάω

Revision as of 00:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

Ep. Verb, only pres. and impf.,

   A bear oneself proudly, exult, in Il. always in Ep. part. κυδιόων, 2.579, 21.519, cf. h.Cer.170; of a horse, Il.6.509: c. dat., exult in, κυδιόων λαοῖσι Hes.Sc.27; εὐφροσύνῃ . . κυδιόωσι h.Hom.30.13: Iterat. κυδιάασκον A.R.4.978, Q.S.13.418.

German (Pape)

[Seite 1524] sich rühmen, prahlen, stolz einhergehen; gew, im partic. praes. absol., Il. 21, 519; κυδιόων ὅτι πᾶσι μετέπρεπεν ἡρώεσσιν 2, 578, stolz seiend, weil; auch vom Pferde, κυδιόων, ὑψοῦ δὲ κάρη ἔχει 6, 509. 15, 266; κυδιάουσαι H. h. 4, 170; – auch τινί, stolz sein auf Etwas, sich womit rühmen, Hes. Sc. 27; vom Ochsen, τὸν βρεγμῷ κυδιόωντα Sam. 2 (VI, 116); – κυδιάεις braucht erst Coluth. 179; αἳ μέγα κυδιάασκον Qu. Sm. 13, 418.

Greek (Liddell-Scott)

κῡδιάω: (κῦδος) Ἐπικ. ῥῆμα ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., φέρομαι ὑπερηφάνως, βαίνω ὑπερηφάνως, γαυριῶ, ὑπερηφανεύομαι, ἐν τῇ Ἰλ. ἀείποτε κατ’ Ἐπικ. μετοχ. κυδιόων, Φ. 519, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 170· ἐπὶ ἵππου, Ἰλ. Ζ. 509., Ο. 266· κυδιόων ὅτι... Β. 579· ὑπερηφανεύομαι ἐπί τινι, κυδιόων λαοῖσι Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 27· εὐφροσύνῃ... κυδιόωσιν Ὕμν. Ὁμ. 30. 13· ― παρατ. κυδιάασκον, Κόϊντ. Σμ. 13. 418· πρβλ. κυδρόομαι.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. itér.
être orgueilleux, se vanter : ὅτι IL de ce que ; en parl. d’un cheval faire le beau, être fier.
Étymologie: κῦδος.

Greek Monotonic

κῡδιάω: Επικ. γʹ πληθ. κυδιόωσιν, μτχ. κυδιάων· (κῦδος) μόνο στον ενεστ. και παρατ., φέρομαι περήφανα, περηφανεύομαι, πανηγυρίζω, θριαμβολογώ, σε Ομήρ. Ιλ.