Λυκία
English (LSJ)
Ep. Λυκίη, ἡ, Lycia, Il.2.877, etc.: Λυκίηθεν,
A from Lycia, 5.105; Λυκίηνδε, to Lycia, 6.168, 171.
Greek (Liddell-Scott)
Λῠκία: ἡ, χώρα ἐν τῇ Μικρᾷ Ἀσίᾳ, Λυκίηθεν ἐκ Λυκίας, Ἰλ. Ε. 105˙ Λυκίηνδε, εἰς Λυκίαν, Ζ. 168, 171.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
Lycie, contrée d’Asie Mineure.
English (Slater)
Λῠκία
1 Lycia ἐκ Λυκίας δὲ Γλαῦκον ἐλθόντα τρόμεον Δαναοί (O. 13.60)
English (Strong)
probably remotely from λύκος; Lycia, a province of Asia Minor: Lycia.
English (Thayer)
Λυκίας, ἡ, Lycia, a mountainous region of Asia Minor, bounded by Pamphylia, Phrygia, Caria and the Mediterranean: B. D., under the word; Dict. of Geogr. under the word; references in Lightfoot on Colossians , p. 1.)
Greek Monotonic
Λῠκία: επικ. —ιη, ἡ, χώρα στη Μικρά Ασία· Λυκίηθεν, από τη Λυκία, σε Ομήρ. Ιλ.· Λυκίηνδε, στη Λυκία, στο ίδ.