μυάγρα

Revision as of 00:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ἡ, (μῦς)

   A mouse-trap, AP9.410 (Tull. Sab.), Poll.7.41:— also μύαγρον, τό, Gloss.    II = ἀσπάραγος πετραῖος, Ps.-Dsc.2.125.

German (Pape)

[Seite 213] ἡ, die Mäusefalle, Tull. Gem. 9 (IX, 410).

Greek (Liddell-Scott)

μυάγρα: ἡ, (μῦς) παγὶς πρὸς σύλληψιν μυῶν, Ἀνθ. Π. 9. 410, Πολυδ. Ζ΄, 41.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
souricière.
Étymologie: μῦς, ἄγρα.

Greek Monolingual

η (Α μυάγρα και ιων. τ. μυάγρη)
παγίδα με την οποία πιάνονται οι ποντικοί, ποντικοπαγίδα, φάκα
νεοελλ.
ναυτ. φωτιστική συσκευή αποτελούμενη από τρεις λαμπτήρες οι οποίοι ρίχνουν φως μόνο προς τα πίσω
αρχ.
1. το φυτό ασπάραγος ο πετραίος
2. (κατά τον Δουκάγγ.) «τὸ άναρριπτόμενον της μυάγρας ξύλον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + ἄγρα «κυνήγι» (πρβλ. ποδ-άγρα, πυρ-άγρα)].

Greek Monotonic

μυάγρα: ἡ (μῦς), ποντικοπαγίδα, σε Ανθ.