νοτίζω

Revision as of 00:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A moisten, water, A. Fr.44, Ar.Th.857 :—Pass., to be wetted or wet, Heraclit. 126, Pl.Ti. 74c, A.R.1.1005, AP7.26 (Antip. Sid.), Str.4.4.1 ; perspire, Gal.18 (2).6, al. ; νενοτισμένα οἴνῳ εἴρια Hp.Fract.29 ; νενοτισμένα χεῖτε δάκρυα wet tears, AP12.92 (Mel.) ; νενοτ. γῆ Arist.Mu.394b14.    II intr., to be wet, νοτιζούσης τῆς γῆς Id.Mete.361b2 ; [ὁ νότος] νοτίζειν ποιεῖ τὸ θέρος Id.Pr.942a14.    2 = οὐρέω, Heliod. ap. Orib.50.9.12.    3 perspire, Agathin. ap. eund.10.7.22.

Greek (Liddell-Scott)

νοτίζω: μέλλ. -ίσω, (νότος) ὑγραίνω, βρέχω, Αἰσχύλ. Ἀποσπάσμ. 41, Ἀριστοφ. Θεσμ. 857. - Παθ., ὑγραίνομαι, βρέχομαι, Πλάτ. Τίμ. 74C. Ἀνθ. Π. 7. 26· νενοτισμένῳ οἴνῳ εἴρια Ἱππ. Ἀγμ. 770· νενοτισμένα χεῖτε δάκρυα, ὑγρὰ δάκρυα, Ἀνθολ. Π. 12. 92, πρβλ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 11. ΙΙ. (νότος) ἀμεταβ., εἶμαι ὑγρός, νοτιζούσης τῆς γῆς ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 2. 4, 21· [ὁ Νότος] νοτίζειν ποιεῖ τὸ θέρος ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 26. 16, 2.

French (Bailly abrégé)

1 tr. mouiller, humecter;
2 intr. être humide.
Étymologie: νότος.

Greek Monolingual

(ΑΜ νοτίζω) νότος
καθιστώ κάτι υγρό ή νοτερό, υγραίνω, διαβρέχω
2. καθίσταμαι υγρός, διαβρέχομαι («ο τοίχος νότισε»)
3. ουρώ («το μωρό νότισε το στρώμα»)
αρχ.
ιδρώνω.

Greek Monotonic

νοτίζω: (νότος), μέλ. -ίσω, υγραίνω, βρέχω — Παθ., υγραίνομαι ή γίνομαι υγρός, βρέχομαι, σε Πλάτ., Ανθ.