παγκαίνιστος

Revision as of 00:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ον,

   A ever renewed, ever fresh, κηκίς A.Ag.960.

German (Pape)

[Seite 435] ganz erneu't, immer neu, πορφύρας κηκῖδα, Aesch. Ag. 968.

Greek (Liddell-Scott)

παγκαίνιστος: -ον, ἀείποτε ἀνακαινιζόμενος, πάντοτε νέος, κηκὶς Αἰσχύλ. Ἀγ. 960.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
entièrement renouvelé, toujours nouveau.
Étymologie: πᾶς, καινίζω.

Greek Monolingual

παγκαίνιστος, -ον (Α)
αυτός που ανακαινίζεται συνεχώς, ο διαρκώς νέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + καινίζω.

Greek Monotonic

παγκαίνιστος: -ον, πάντα ανακαινισμένος, πάντα φρέσκος, σε Αισχύλ.