πέρασις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A crossing, βίου π. a completing of life, S.OC103. 2 Pythag. name for nine, Theol.Ar.57.
German (Pape)
[Seite 563] ἡ, das Ueberfahren, Uebersetzen, Sp.; – übertr., βίου πέρ. καὶ καταστροφή, Soph. O. C. 103, der Uebergang des Lebens in den Tod, das Hinscheiden; vgl. Suid.
Greek (Liddell-Scott)
πέρᾱσις: ἡ, (περάω) διάβασις, βίου πέρασις, τὸ τέλος, ἡ μετάβασις ἀπὸ τῆς ζωῆς [εἰς τὸν θάνατον], Σοφ. Ο. Κ. 103. - Κατὰ Σουΐδ.: «πέρασις βίου, ἡ τελευτή».
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
trajet : βίου πέρασις SOPH passage de la vie à la mort.
Étymologie: περάω¹.
Greek Monotonic
πέρᾱσις: ἡ (περάω), διάβαση, βίου πέρασις, πέρασμα από την ζωή στο θάνατο, σε Σοφ.