πόστος

Revision as of 01:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

η, ον,

   A which in the ordinal series? π. δὴ ἔτος ἐστὶν ὅτε ξείνισσας ἐκεῖνον; how many years is it since . .? Od.24.288; πόστην (sc. γραμμήν, i. e. on the sun-dial) ἥλιος τέτραπται; Ar.Fr.163; π. ῥύμη; which side-street? which turning? Philippid.22; κατὰ π. σφόνδυλον; Gal.8.238; ἐνθυμήθητι π. ἀφ' Ἡρακλέους ἐγένετο Arr.Epict.2.18.22; κατανόησον πόστῳ αὐτῶν μέρει πάντες μαχεσάμενοι νενικήκαμεν with what fraction, i.e. with how small a part, X.Cyr.4.1.16, cf. Jul.Mis. 340b; Ξενοφῶν π. μέρος τοῦ λόχου ἡ ἐνωμοτία ἐστὶν οὐ διασαφεῖ Arr. Tact.6.3.    II ποστός, ή, όν, holding a certain place in the ordinal series, τῇ ποστῇ (sc. ἡμέρᾳ) on such-and-such a day of the month, PMag.Leid.W.3.35, cf. S.E.M.5.37. (Prob.from ποσσοστος, formed from πός (ς) οι on analogy of πολλοστός from πολλοί.)

German (Pape)

[Seite 688] der, die, das wievielte? πόστον δὴ ἔτος ἐστίν, ὅτε ξείνισσας ἐκεῖνον, Od. 24, 288; κατανόησον, πόστῳ αὐτῶν μέρει πάντες μαχεσάμενοι νενικήκαμεν, Xen. Cyr. 4, 1, 16, d. i. mit einem wie kleinen Theile; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

πόστος: -η, -ον, (πόσος) ποῖος κατὰ τὴν ἀριθμητικὴν σειράν, Λατ. quotus, πόστον δὴ ἔτος ἐστὶν ὅτε ξείνισσας ἐκεῖνον; πόσα ἔτη εἶναι ἀφ’ ὅτου...; Ὀδ. Ω. 288· πόστην (ἐξυπ. ὥραν) ἥλιος τέτραπται; ποίαν ὥραν δεικνύει; Λατ. quota hora? Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 210· κατανόησον πόστῳ αὐτῶν μέρει πάντες μαχεσάμενοι νενικήκαμεν, δηλ. μὲ πόσον μικρὸν μέρος, Ξεν. Κύρ. 4. 1, 16.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
en quel nombre ? πόστον δὴ ἔτος ἐστὶν ὅτε ; OD combien y a-t-il d’années depuis que ?
Étymologie: πόσος.

English (Autenrieth)

the ‘how-manyeth?’ πόστον δὴ ἔτος ἐστίν, ὅτε, ‘how many years is it, since, etc.?’ Od. 24.288†.

Greek Monolingual

-η, -ον, Α
(ερωτ. αντων.) ποιος στη σειρά, ποιος ως προς την αριθμητική σειρά («πόστον δὴ ἔτος ἐστὶν ὅτε ξείνισσας ἐκεῖνον», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αντωνυμία σχηματίστηκε από αμάρτυρο αρχ. ποσ(σ)οστός (< πόσος, πρβλ. πολλοστός) με συλλαβική ανομοίωση και τονίστηκε στην παραλήγουσα κατ' επίδραση του πόσος.

Greek Monotonic

πόστος: -η, -ον (πόσος), ποιος κατά την αριθμητική σειρά; Λατ. quotus? πόστον δὴ ἔτος ἐστὶν ὅτε ξείνισσας ἐκεῖνον; πόσα έτη είναι αφ' ότου...; από τότε που...;, σε Ομήρ. Οδ.· σε πλάγιες ερωτήσεις, πόστῳ μέρει, με πόσο μικρό μέρος, σε Ξεν.