πωτάομαι

Revision as of 01:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

Ep. impf.

   A πωτῶντο Il.12.287: Dor. fut. πωτάομαι [ᾱ] Ar.Lys.1013: aor. ἐπωτήθην AP7.699, (ἐξ-) Babr.12.1:—poet. Frequentat. of ποτάομαι, fly about, λίθοι πωτῶντο Il. l.c.; σπινθαρίδες h.Ap.442; ψυχαὶ ἀσεβέων . . πωτῶνται ἐν ἄλγεσι Pi.Fr.132.1 (sed leg. ποτῶνται) ; πωτῶντο . . μέλισσαι Theoc.7.142; [αἰετὸς] πωτᾶτ' ἔνθα καὶ ἔνθα Q.S.5.437; Ion. impf. πωτάσκετο ἄμβροτος αἴγλη Orac. ap. Marin.Procl.28.

German (Pape)

[Seite 828] ep. = πέτομαι, ποτάομαι, fliegen; λίθοι πωτῶντο θαμειαί, Il. 12, 287; σπινθαρί. δες, H. h. Apoll. 442; Pind. frg. 97; Theocr. 7, 142; vgl. Lob. zu Phryn. 581.

Greek (Liddell-Scott)

πωτάομαι: Ἐπικ. παρατ. πωτῶντο Ἰλ.· Δωρ. μέλλ. πωτάομαι [ᾱ] Ἀριστοφ. Λυσ. 1013· ἀόρ. ἐπωτήθην Ἀνθ. Π. 7. 699, (ἐξ-) Βαβρ. 12. 1. Ἐπικ. ἀντὶ ποτ- (καὶ εἶναι τύπος θαμαιστικός, ὡς τὸ στρωφάω τοῦ στρέφω, τὸ πωλέομαι τοῦ πολέομαι, κτλ.), περιπέτομαι, πέτομαι πέριξ, περιΐπταμαι, λίθοι πωτῶνται Ἰλ. Μ. 287· σπινθαρίδες Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἀπολλ. 442· ψυχαὶ ἀσεβέων... πωτῶνται ἐν ἄλγεσι Πινδ. Ἀποσπ. 97· Ἰων. ἐνεστ. πωτάσκεται ἄμβροτος αἴγλη Χρησμ. παρὰ Μαρτίνῳ ἐν Βίῳ Πρόκλου 28, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 581.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
f. πωτήσομαι, ao. ἐπωτήθην;
s’envoler, voler.
Étymologie: forme renforcée de ποτάομαι.

English (Autenrieth)

(πέτομαι), ipf. πωτῶντο: fly, Il. 12.287†.

Greek Monotonic

πωτάομαι: Επικ. γʹ πληθ. παρατ. πωτῶντο· αόρ. αʹ ἐπωτήθην· Επικ. τύπος του ποτάομαι· πετώ, ίπταμαι ολόγυρα, περιίπταμαι, σε Ομήρ. Ιλ., Ομηρ. Ύμν., Απόλλ.