ίπταμαι

From LSJ

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source

Greek Monolingual

(ΑΜ ἵπταμαι)
(μτγν. τ. αντί πέτομαι) ανυψώνομαι στον αέρα, διασχίζω τον αέρα, πετώ
νεοελλ.
1. (η μτχ. ενεστ.) ιπτάμενος, -η, -ο
μέλος του προσωπικού της πολεμικής ή πολιτικής αεροπορίας το οποίο χρησιμοποιείται κατά την πτήση τών αεροπλάνων, όπως είναι λ.χ. οι πιλότοι και οι μηχανικοί, σε αντιδιαστολή με το προσωπικό εδάφους, το οποίο δεν μετέχει στις πτήσεις
2. φρ. α) «ιπτάμενα φρούρια» — βαριά βομβαρδιστικά αεροπλάνα, της εποχής του Β' Παγκόσμιου πολέμου, με ισχυρό εξοπλισμό, επιθετικό και αμυντικό
β) «ιπτάμενα πλοία» — πλοία ταχύπλοα ειδικού τύπου, με δύο ισχυρούς βραχίονες οπλισμένους με πτερύγια εξέχοντα από τις δύο πλευρές, τα οποία, όταν το σκάφος αναπτύσσει ταχύτητα, το υψώνουν κατά ένα τμήμα του πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και έτσι επιτυγχάνεται μεγαλύτερη ταχύτητα με την ίδια ιπποδύναμη, κν. δελφίνια
γ) ιατρ. «ιπτάμενες μύγες» — είδος ενδοπτικών φαινομένων, κατά το οποίο εμφανίζονται κινούμενα σημεία στο οπτικό πεδίο, σαν μύγες, αλλ. μυιοψία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < -πτᾰ-μαι
από τη ρ. πτᾰ (< δισύλλ. πετᾱ, μονοσύλλ. πετ.-) και αναλογικό ενεστωτ. διπλασιασμό
μτγν. τ. του πέτομαι, που σχηματίστηκε αναλογικά προς το ἵσταμαι, επειδή συνέπιπτε ο αόρ. και ο μέλλων κατά το σχήμα ἔπτην, πτήσομαι - ἔστην, στήσομαι].