συλλαλέω

Revision as of 01:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A talk with or together, τινι PCair.Zen.315.2 (iii B.C.), PHib.1.66.4 (iii B.C.), LXXEx.34.35, Plb.4.22.8; μετά τινος Ev.Matt. 17.3, etc.; πρός τινα Ev.Luc.4.36; ἐπαχθέντες ἐπὶ τὸν δῆμον ὑπὲρ ἁπάντων OGI229.23 (Smyrna, iii B.C.); ὑπὲρ τοῦ ἐνδοῦναι Plb.1.43.1.

German (Pape)

[Seite 975] mit, zugleich, zusammen reden, τινί, Pol. 4, 22, 8 u. Sp., wie N. T.

Greek (Liddell-Scott)

συλλᾰλέω: λαλῶ μετά τινος ἢ ὁμοῦ, τινι Πολύβ. 4. 22, 8· ἐπὶ τὸν δῆμον ὑπέρ τινος Συλλ. Ἐπιγρ. 1337. 23· μετά τινος Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιζ΄, 3, κτλ.· πρός τινα Εὐαγγ. κ. Λουκ. δ΄, 36· ὑπὲρ τοῦ ἐνδοῦναι Πολύβ. 1. 43, 1.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
parler ensemble ou avec, τινι, πρός τινα, μετά τινος.
Étymologie: σύν, λαλέω.

English (Strong)

from σύν and λαλέω; to talk together, i.e. converse: commune (confer, talk) with, speak among.

English (Thayer)

(T WH συνλαλέω (cf. σύν, II. at the end; Tdf. Proleg., p. 76)), συλλάλω; imperfect 3rd person plural συνελάλουν; 1st aorist συνελάλησα; to talk with: τίνι, with one, Polybius 4,22, 8); μετά τίνος, πρός ἀλλήλους (R. V. spake together one with another), Winer's Grammar, § 52,4, 15.)

Greek Monotonic

συλλᾰλέω: μέλ. -ήσω, μιλώ ή συζητώ με κάποιον άλλο, συνομιλώ, σε Καινή Διαθήκη