ταχύποτμος

Revision as of 02:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ον,

   A = ταχύμορος, Pi.O.1.66; Ἀνάγκα Lyr. Alex.Adesp. 34.9, cf. IG14.2005, Nonn.D.48.11.

German (Pape)

[Seite 1076] = ταχύμορος, von kurzem Lebensloose, bald sterbend; ἀνέρων ἐθνος, Pind. Ol. 1, 66; Ep. ad. (App. 345); Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχύποτμος: -ον, = ταχύμορος, Πινδ. Ο. 1. 107, Συλλ. Ἐπιγρ. 6289. ΙΙ. ὁ φέρων ταχὺν θάνατον, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 7. στίχ. 33.

English (Slater)

τᾰχύποτμος
   1 short lived μετὰ τὸ ταχύποτμον αὖτις ἀνέρων ἔθνος (O. 1.66)

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
ταχύμορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + πότμος «τύχη, περιπέτεια» (πρβλ. κακό-ποτμος)].

Greek Monotonic

τᾰχύποτμος: -ον, = ταχύμορος, σε Πίνδ.