ὑποστατός

Revision as of 02:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

όν, or ὑπόστᾰτος, ον, (ὑφίσταμαι)

   A set under: as Subst., ὑπόστατον, τό, stand, = ὑποστάτης, IG22.1388.43,11(2).161 B 126 (Delos, iii B. C.), Paus.10.26.9, Demiopr. ap. Poll.10.46.    II to be borne or withstood, οὐχ ὑποστατόν E.Supp.737; θεὸς . . θνητοῖς οὐδαμῶς ὑ. Id.Fr.177.2 (as Scal. for -της).    III substantially existing, Stoic.2.114, A.D. Synt.201.9, S.E.M.10.60, Iamb.Comm. Math.8.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποστᾰτός: ἢ ὑπόστατος (ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 476), ον, ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ ὑφίσταμαι, ὁ ὑποκάτω τιθέμενος· - ὡς οὐσιαστικ., ὑπόστατον, τό, στήριγμα, βάσις, ὡς τὸ ὑποστάτης, Συλλ. Ἐπιγραφ. 150. 42., 151. 25, Παυσ. 10. 26, 9, Πολυδ. Ι΄, 46. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ ὑπομείνῃ, οὐχ ὑποστατὸν Εὐρ. Ἱκ. 737· θεός… θνητοῖς οὐδαμῶς ὑπ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 177. 2. ΙΙΙ. ὁ κατ’ οὐσίαν ὑπάρχων, Λατιν. subsistens, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 10. 60, Κλήμ. Ἀλέξ. 915, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qu’on peut supporter, auquel on peut résister;
2 qui existe.
Étymologie: ὑφίστημι.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑποστατός, -ή, -όν, ΝΑ, και ὑπόστατος, -ον, Α ὑφίστημι
νεοελλ.
αυτός που υπάρχει ή που μπορεί να υπάρχει
αρχ.
1. αυτός που τίθεται ως θεμέλιο, ως βάση
2. υποφερτός («θεὸς... θνητοῑς οὐδαμῶς ὑποστατός», Ευρ.)
3. αυτός που υπάρχει πραγματικά.

Greek Monotonic

ὑποστᾰτός: -όν, ρημ. επίθ. του ὑφίσταμαι, ανθεκτικός ή υποφερτός, σε Ευρ.