φαυλεπίφαυλος

Revision as of 02:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ον,

   A bad upon bad, bad as bad can be, AP11.238 (Sup., Demod.).

German (Pape)

[Seite 1259] schlecht über schlecht, d. i. sehr, ganz schlecht, im superl. Demodoc. 3 (XI, 238).

Greek (Liddell-Scott)

φαυλεπίφαυλος: -ον, εἰς ἄκρον φαῦλος, ἔχων ἐν ἑαυτῷ πᾶσαν φαυλότητα, ἀχρειότατος, Ἀνθ. Π. 11. 238· ― πρβλ. λεπτεπίλεπτος, παππεπίπαππος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
cent fois vil.
Étymologie: φαῦλος, ἐπί, φαῦλος.

Greek Monolingual

-η, -ο / φαυλεπίφαυλος, -η, -ον, ΝΜΑ
ο υπερβολικά φαύλος, αχρειότατος, πανάθλιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαῦλος + ἐπί + φαῦλος.

Greek Monotonic

φαυλεπίφαυλος: -ον, πάρα πολύ κακός, όσο κακός γίνεται, σε Ανθ.