ἔνρυθμος

Revision as of 06:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον,

   A of rhythm, αἴσθησις Pl.Lg.654a; possessing rhythm (opp. εὔρυθμος), D.H.Comp.11; διάλεκτος Ephor.6 J.; opp. ἔκρυθμος, S.E.M.11.186. Adv. -μως Ath.5.179f, 14.631b (prob.).

German (Pape)

[Seite 851] in, nach dem Rhythmus od. Takt, taktmäßig; καὶ ἐναρμόνιος αἴσθησις Plat. Legg. II, 654 a; Sp.; öfter mit der v. l. εὔρυθμος, von dem es D. Hal. C. V. p. 136 unterscheidet, wo Schäfer zu vgl. Bei Ath. V, 179 f ἐῤῥύθμως.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνρυθμος: -ον, ὁ ἐν ῥυθμῷ, ὁ ἔχων χρονικὸν ῥυθμόν, Πλάτ. Νόμ. 654Α˙ ὡσαύτως ἐπὶ τῆς ἐκφωνήσεως τῶν λέξεων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ εὔρυθμος, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 11, περὶ τὸ τέλ.˙ ἀλλαχοῦ ἔρρυθμος. - Ἐπίρρ. -μως, Ἀθήν. 179F, 631B.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): ἔρρ- Aristox.Rhyth.33, D.H.Dem.50.8, Ptol.Harm.67.1, Aristid.Quint.32.30, Olymp.in Alc.78
mús.
1 conforme al ritmo, rítmico ἡ ἔ. τε καὶ ἐναρμόνιος αἴσθησις Pl.Lg.654a, οὐδὲν γὰρ αὐτῶν μέτρον ἐστὶ κοινὸν ἔνρυθμον Aristox.Rhyth.21, cf. 33, διάλεκτος Ephor.6, ποίημα ... λέξις ἔμμετρος ἢ ἔ. Posidon.44, cf. D.H.l.c., τοὺς ἐμμελεῖς καὶ ἐνρύθμους λόγους Phld.Mus.4.26.22, ἡ ... τῶν μορίων συμμετρία ... εὔρυθμος, ἀλλ' οὐκ ἔνρυθμος la regularidad métrica de las palabras es eurítmica, pero no rítmica D.H.Comp.11.25, ἔ. κίνησις movimiento rítmico de los curetes, D.H.7.72.7, cf. Plu.2.623b, (χρόνοι) ἔρρυθμοι op. ἄρρυθμος y ῥυθμοειδής Aristid.Quint.l.c., ἔ. τραγῳδία tragedia rítmica o bailada como n. del género pantomímico IHeracl.Pont.9.15 (II/III d.C.), tb. llamado τραγικὴ ἔ. κίνησις FD 1.551.1 (II d.C.), TAM 5.1016.12 (Tiatira II d.C.)
neutr. subst. τὸ ἔρρυθμον Ptol.l.c., Olymp.l.c., μουσικὴ ... ἐνρύθμων τε καὶ ἐκρύθμων ἐπιστήμη S.E.M.11.186.
2 adv. -ως rítmicamente κινοῦντες ἐ. τοὺς πόδας Ath.631b, cf. 179f, Aristid.Quint.89.26, Procl.in Cra.p.102, Olymp.in Alc.75.

Greek Monolingual

και έρρυθμος, -η, -ο (AM ἔνρυθμος, -ον) ρυθμός
αυτός που έχει κανονικό ρυθμό (σε αντίθεση προς το άρρυθμος)
αρχ.
αυτός που αναφέρεται στον ρυθμό.

Russian (Dvoretsky)

ἔνρυθμος: ритмический, (равно)мерный, размеренный (ἔ. τε καὶ ἐναρμόνιος Plat.).