ἀποκάμπτω

Revision as of 06:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

intr.,

   A turn aside, wheel, opp. ὀρθοδρομεῖν, X.Eq.7.14; ἀ. ἐκ τῆς ὁδοῦ Thphr. Char.22.9; ἀ. ἔξω τοῦ τέρματος, of chariots, Arist.Rh.1409b23.    2 ἀποκεκαμμένον ῥάμφος curved beak, Horap.2.96.

German (Pape)

[Seite 305] ablenken (Pferde vom geraden Wege), Xen. Equ. 7, 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκάμπτω: ἀμεταβ., ἀποκλίνω, ἀποκάμπτω ἐκ τῆς εὐθείας ὁδοῦ, ἀντιτίθεται πρὸς τὸ ὀρθοδρομῶ, Ξεν. Ἱππ. 7. 14· οἱ ἐξωτέρω ἀποκάμπτοντες τοῦ τέρματος, ἐπὶ ἁρματηλασίας, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 6.

French (Bailly abrégé)

faire un détour.
Étymologie: ἀπό, κάμπτω.

Spanish (DGE)

I tr. curvar ἀποκάμψας τῆς μήλης τὸ ἄκρον habiendo curvado el extremo de la sonda Hp.Fist.4.
II intr.
1 desviarse, torcerse hacia un lado en equitación, op. ὀρθοδρομεῖν X.Eq.7.14
en v. med.-pas. curvarse de venas αἱ δὲ ἀποκαμφθεῖσαι κάτω Hp.Epid.2.4.1, ἑκατέρωθεν ἀποκαμφθεῖσα Hp.ib.
part. perf. corvo ἀετὸν ἀποκεκαμμένον ἔχοντα τὸ ῥάμφος Horap.2.96.
2 c. gen. o ἐκ c. gen. darse la vuelta ἀποκάμψας ἐκ τῆς ὁδοῦ Thphr.Char.22.9
fig. apartarse de τῶν ῥητορικῶν ... λόγων Diog.Oen.24.1.4S.
torcer, dar la vuelta ἀποκάμπτοντες τοῦ τέρματος Arist.Rh.1409b23.

Greek Monolingual

ἀποκάμπτω (Α)
αποκλίνω, παρεκκλίνω.

Greek Monotonic

ἀποκάμπτω: μέλ. -ψω, αμτβ., αποκλίνω, κάνω παράκαμψη από την ευθεία οδό, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀποκάμπτω: сворачивать в сторону, делать круг Xen., Arph.