κατόχιμος

Revision as of 06:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

later form for κατοκώχιμος (q. v.),

   A held in possession, εἰς αἰῶνα LXX Le.25.46; sequestered, κλῆρος PFrankf. 7 B9 (iii B.C.), cf. PTeb.61 (b).253 (ii B.C.).    2 possessed by a supernatural power, Hsch. s.v. κατοκώχιμον, Gloss.; of things, 'eerie', uncanny, κ. πάντα καὶ φρικώδη καὶ μυστικά Luc.JTr.30.    3 Alch., of fixing agents, mordants, Syn.Alch.p.62 B., Zos.Alch.p.216 B., PHolm.15.19, Pleid.X.92.

German (Pape)

[Seite 1406] besessen, in Besitz genommen; κατόχιμον γίγνεται τὸ χωρίον Is. 2, 28; von einem Gotte begeistert, Luc. Iup. trag. 30; von bösen Geistern besessen, LXX, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κατόχῐμος: ἀδόκιμος τύπος ἀντὶ τοῦ κατοκώχιμος (ὃ ἴδε), Ἑβδ., ὁ κατεχόμενος, κ. γίνεται τὸ χωρίον Ἰσαῖ. 2. 28· ὁ ὑπὸ τοῦ θεοῦ κατεχόμενος καὶ ἐξεστηκώς, ὑπὸ τῶν δαιμόνων κρατούμενος, ὁ θεοφοβούμενος, ὁ ἐνθουσιῶν, ὁ ἄλλως κατάσχετος, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 30.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 possédé, occupé;
2 possédé par un dieu.
Étymologie: κάτοχος.

Greek Monolingual

κατόχιμος, -ίμη, -ον (Α) κατοχή
1. αυτός που κατέχεται, που βρίσκεται υπό την κυριότητα άλλου («καὶ ἔσονται ὑμῑν κατόχιμοι εἰς τὸν αἰῶνα», ΠΔ)
2. αυτός που κατέχεται από θεία και υπερφυσική δύναμη, ο θεοφορούμενος
3. (για πράγματα) αυτός μέσα στον οποίο κατοικεί κάποιο πονηρό δαιμόνιο («κατόχιμα πάντα καὶ φρικώδη και μυστικά», Λουκιαν.)
4. αυτός που βρίσκεται υπό κατάσχεση
5. (για στερεωτικές ύλες) στυπτικός, συγκρατητικός.

Russian (Dvoretsky)

κατόχῐμος: 1) являющийся собственностью, находящийся в чьем-л. владении (χωρίον Isae. - v. l. κατοκώχιμος);
2) одержимый, исступленный (κ. καὶ φρικώδης Luc.).