μαδάω

Revision as of 06:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

   A to be moist or sodden, of a disease in fig-trees, Thphr.HP4.14.5.    2 of hair, fall off, Ael.NA15.18; of persons, to be bald, Ar.Pl.266, Longus 3.32, cf. Gal.16.88; μ. τὰς τρίχας Sotion p.186 W.; ἐάν τινι μαδήσῃ ἡ κεφαλή LXX Le.13.40: abs., ἐὰν μαδήσῃ if there is baldness, Hp.Mul.2.189.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰδάω: μέλλ. -ήσω, Λατ. madere, εἶμαι ὑγρὸς ἢ μαλακός, ἐπὶ νόσου τινὸς τῶν συκῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14. 5. 2) ἐπὶ τριχῶν, «μαδῶ», ἐκπίπτω, Λατ. defluere, Αἰλ. π. Ζ. 15. 18· ἐπὶ ἀνθρώπων, εἶμαι φαλακρός, Ἀριστοφ. Πλ. 266, Λόγγος 3. 32· πρβλ. μαδίζω, μυδάω. (Πρβλ. μαδός, μαδαρός· Λατ. madeo, madesco, madidus, καὶ ἴσως τὸ manare.)

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
tomber en parl. des cheveux.
Étymologie: R. Μαδ, être humide ; cf. lat. madeo.

Greek Monotonic

μᾰδάω: μέλ. -ήσω, είμαι πλαδαρός· είμαι φαλακρός, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

μαδάω: досл. течь, растекаться, выпадать (о волосах), перен. быть плешивым (πρεσβύτης μαδῶν Arph.).