μείωμα

Revision as of 06:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ατος, τό, (μειόω)

   A curtailment: hence, fine, X.An.5.8.1.

Greek (Liddell-Scott)

μείωμα: τό, (μειόω) ἔλλειμα· ― πρόστιμον, Ξεν. Ἀν. 5. 8, 1.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
manque, déficit.
Étymologie: μειόω.

Greek Monolingual

μείωμα, τὸ (Α) μειώ
1. μείωση, ελάττωση, σμίκρυνση, περικοπή
2. πρόστιμο, χρηματική ποινή («τῆς φυλακῆς τῶν γαυλικῶν χρημάτων τὸ μείωμα εἴκοσιν μνᾱς [ὦφλε]», Ξεν.).

Russian (Dvoretsky)

μείωμα: ατος τό нехватка, недостача (τὸ μ. εἴκοσι μνᾶς Xen.).