ἄναυς

Revision as of 06:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

gen. ἄνᾱος, ὁ, ἡ, only A.Pers.680 in nom. pl., νᾶες ἄναες ships

   A that are ships no more.

German (Pape)

[Seite 212] νᾶες, Aesch. Pers. 666, Schiffe, die nicht mehr Schiffe sind, zerstörte.

Greek (Liddell-Scott)

ἄναυς: γεν. ἄνᾱος, ὁ, ἡ, ὁ ἄνευ πλοίων, εὕρηται μόνον ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 680· κατ’ ὀνομαστ. πληθ., νᾶες ἄναες, πλοῖα τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι πλέον πλοῖα, naves nenaves, πρβλ. Schäf. Εὐρ. Ἑκ. 612. ― ἴδε Ἄϊρος.

French (Bailly abrégé)

seul. νᾶες ἄναες, dor. p. *ἄνηες;
νᾶες ἄναες ESCHL vaisseaux qui n’en sont plus, vaisseaux perdus.
Étymologie: ἀ, ναῦς.

Spanish (DGE)

adj. fem. que ya no es barco, que está destruido νᾶες ἄναες A.Pers.680.

Greek Monolingual

ἄναυς, ο (Α) ναυς
(για καράβι) άτυχος, κακότυχος.

Greek Monotonic

ἄναυς: Επικ. αόρ. αʹ ἀν-άῡσα (αὔω), φωνάζω δυνατά, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἄναυς: adj. не являющийся (более) кораблем: νᾶες ἄνᾱες Aesch. погибшие корабли.