ποτικλύζω

Revision as of 07:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Greek Monolingual

Α
(δωρ. τ.) προσκλύζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + κλύζω «περιβρέχω, πλημμυρίζω»].

Russian (Dvoretsky)

ποτῐκλύζω: дор. = προσκλύζω.