ποτικλύζω
Greek Monolingual
Α
(δωρ. τ.) προσκλύζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + κλύζω «περιβρέχω, πλημμυρίζω»].
Russian (Dvoretsky)
ποτῐκλύζω: дор. = προσκλύζω.
Α
(δωρ. τ.) προσκλύζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + κλύζω «περιβρέχω, πλημμυρίζω»].
ποτῐκλύζω: дор. = προσκλύζω.