ποτικλύζω
From LSJ
λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
English (LSJ)
Doric for προσκλύζω.
Greek Monolingual
Α
(δωρ. τ.) προσκλύζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + κλύζω «περιβρέχω, πλημμυρίζω»].
Russian (Dvoretsky)
ποτῐκλύζω: дор. = προσκλύζω.