ἀϊδρείη

Revision as of 07:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

Ep. and Ion. -ιη [ῑη], ἡ,

   A want of knowledge, ignorance, Od. 12.41, Hdt.6.69; also in pl., Od.10.231, 11.272.

Greek (Liddell-Scott)

ἀϊδρείη: ἢ -ίη, [ῑ], ἡ, ἔλλειψις γνώσεως, ἄγνοια, ἀμαθία, Ὀδ. Μ. 41· ὡσαύτως κατὰ πληθ. Ὀδ. Κ. 231., Λ. 272: - Ἐπ. λέξις ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ. 6. 69, ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ ἀϊδρηΐη, ἢ κάλλιον ἀϊδρίη.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
ignorance.
Étymologie: ἄϊδρις.

Greek Monotonic

ἀϊδρείη: ή -ίη[ῑη], ἡ, έλλειψη γνώσης, άγνοια, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀϊδρείη: ион. ἀϊδρηΐη или ἀϊδρίη ἡ тж. pl. незнание, неведение: ἀϊδρείῃ и ἀϊρείῃσιν Hom., ἀϊδρηΐῃ Her. по неведению; ἀϊδρείῃσι νόοιο Hom., Hes. по безрассудству.