διαμιλλάομαι

Revision as of 10:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

fut.

   A -ησομαι Str.17.1.11:—contend hotly, strive earnestly, δέκα πρὸς δέκα ἀλλήλοις Pl.Lg.833e; τινί with one, Id.R.516e; πρός τινα Plb.16.21.6; δ. περί τινος about a thing, Pl.R.517d; τινὶ ἐν λόγοις καὶ ἐν ἔργοις ib.563a: c. gen. rei, δ. λειοτέρας ὁδοῦ Id.Lg.833b; τινὶ περὶ δεῖπνα Plu.Them.5: pf. διημίλληται in pass. sense, Luc.Par. 58.

German (Pape)

[Seite 590] depon. mit aor. pass., mit Einem streiten, wetteifern; ἐν λόγοις καὶ ἐν ἔργοις Plat. Rep. VIII, 563 a; τινί, VII, 516 e; περί τινος, ibd.; auch λειοτέρας ὁδοῦ, Legg. VIII, 833 b; πρός τινα, Pol. 16, 21, 5, wie Plut. Cic. 32; τινὶ περί τι, Them. 5.

Greek (Liddell-Scott)

διᾰμιλλάομαι: ἀποθ. μετὰ μέσ. μέλλ. καὶ ἀορ. παθ., ἐνθέρμως ἁμιλλῶμαι, ἀγωνίζομαι προθύμως, δέκα πρὸς δέκα Πλάτ. Νόμ. 833Ε˙ τινι, πρός τινα, Πολ. 516Ε˙ πρός τινα Πολύβ. 16. 21, 6˙ δ. περί τινος, διά τι πρᾶγμα, Πλάτ. Πολ. 517Ε˙ ἔν τινι αὐτόθι 563Α˙ ἂν καὶ ἔχει ὡσαύτως καὶ γεν. πράγμ., δ. λειοτέρας ὁδοῦ Νόμ. 833Β˙ - ὁ πρκμ. διημίλληται μετὰ παθ. σημασ., Λουκ. Παρασ. 58˙ - ῥημ. ἐπίθ. διαμιλλητέον Πλούτ. 2. 817D. Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 473.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
lutter avec ardeur ou persévérance.
Étymologie: διά, ἁμιλλάομαι.

Spanish (DGE)

1 pelear, rivalizar, disputar con c. dat. ἀλλήλοις Pl.Lg.833e, τοῖς ... δεσμώταις Pl.R.516e, τῇ τοῦ θεοῦ δόξῃ D.S.17.85, τοῖς ἀνταγωνισταῖς Str.17.1.11, c. dat. y constr. prep. πρεσβυτέροις ... ἐν λόγοις καὶ ἐν ἔργοις Pl.R.563a, τῷ Κίμωνι περὶ δεῖπνα Plu.Them.5, tb. c. dat. instrum., constr. prep. u or. interr. πρὸς ἀλλήλους τοῖς ἐπαίνοις Plu.Cic.4, πρὸς τὰ μειράκια ... ἐν τοῖς ὅπλοις Plb.16.21.6, περὶ τῆς ... ἐμπειρίας πρὸς ἀλλήλους D.S.19.27, cf. 62, πρὸς Ζήνωνα διαμιλλώμενος ὡς ὁ σοφὸς πάντως ἂν εἴη Hermipp.Hist.91
sólo c. dat. instrum., constr. prep. u or. interr. rivalizar en o por διαμιλλώμενοι τοῖς θυμοῖς rivalizando en coraje Plb.1.81.9, ἐν πότῳ Poll.6.19, περὶ τούτου Pl.R.517d, περὶ τῶν ἴσων D.H.6.75, παρ' ὁποτέρῳ τρέφοιτο τὸ παιδίον Philostr.VS 569
fig. competir τύχη ... πρὸς τὴν ἀρετὴν τοῦ ἀνδρός Plu.Tim.21.
2 tr. defender en v. pas. ταῦτα μὲν ἱκανῶς διημίλληταί σοι Luc.Par.58.

Greek Monotonic

διᾰμιλλάομαι: μέλ. -ήσομαι, αόρ. αʹ -ημιλλήθην, αποθ.: αντιμάχομαι ένθερμα, φιλονικώ, αντιπαλεύω με ζήλο, αγωνίζομαι πρόθυμα, τινι ή πρός τινα, σε Πλάτ.· περί τινος, στο ίδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δι-αμιλλάομαι wedijveren, met dat., met πρός + acc. met; περί + gen. om; pass.: ταῦτα μὲν ἱκανῶς διημίλληταί σοι dat is door jou afdoende verdedigd Luc. 33.58.