ἐργαστήριον
English (LSJ)
τό,
A any place in which work is done : workshop, manufactory, Hdt.4.14, Lys.12.8, IG22.1013.9 ; attached to a mine, ib.1582.58, al., D.37.4, Is.3.22 ; butcher's shop, Ar.Eq.744 ; perfumer's shop, Hyp.Ath.6 ; barber's shop, Plu.2.973b ; μισθώσασθαι ἐ. πρὸς ἄνοιξιν καπηλείου POxy.2109.31 (iii A.D.); euphem. for a brothel, D.59.67, Alciphr.Fr.5.1. 2 metaph., τὴν πόλιν ὄντως εἶναι πολέμου ἐ. X.HG3.4.17 ; λόγων ἐ. Lib.Or.55.34. b of persons, gang, συκοφαντῶν ἐ. D.39.2,40.9 ; πειρατικὸν ἐ. Hld.5.20. c as Adj., φάρμακον ἐ. τινός Sch.S.Tr.846.
German (Pape)
[Seite 1019] τό, jeder Ort, in dem etwas Bestimmtes gethan wird, Werkstatt, Fabrik, Is. 3, 22; μαχαιροποιῶν Plut. de gen. Socr. 33; Hüttenwerk, Dem. 37, 4; Laden, Ar. Equ. 744; καὶ καπηλεῖα Luc. Nigr. 25; Barbierstube, Plut.; Bordell, ἐπ' ἐργαστηρίου καθῆσθαι Dem. 49, 67; Alciphr. 3, 27. Uebertr., πάντες τὰ ὅπλα κατεσκεύαζον, ὥςτε τὴν πόλιν ὄντως πολέμου ἐργ. εἶναι, eine Werkstätte des Krieges, Xen. Hell. 3, 4, 17; – σ υκοφαντῶν κατασκευάσας Dem. 39, 2, eine Rotte von Sykophanten, vgl. 40, 9; πειρατικόν, Seeräuberbande, Heliod. 5, 20. Eigtl. neutr. von
Greek (Liddell-Scott)
ἐργαστήριον: τὸ, τόπος ἐν ᾧ γίνεται ἐργασία, ἐργαστήριον ἢ ἐργοστάσιον ἔνθα τὴν ἐργασίαν ἐτέλουν δοῦλοι, Ἡρόδ. 4. 14, Λυσ. 120. 44, Ἰσαῖος 40. 11 κἑξ.. Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 9 κ. ἀλλ.· μεταλλεῖον, λατομεῖον, αὐτόθι 162. 6, Δημ. 967. 17 κἑξ.· κρεοπωλεῖον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 744· κουρεῖον, Πλούτ. 2. 973Β, πρβλ. Perizon, ἐν Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 6. 12· κατ’ εὐφημισμόν, χαμαιτυπεῖον, Δημ. 1367. 26 (ἴδε ἐργάζομαι ΙΙ. 6). 2) μεταφ., τὴν πόλιν ὄντως εἶναι πολέμου ἐργ. Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 17· συκοφαντῶν ἐργ., ὁμὰς συκοφαντῶν, Δημ. 995. 8, πρβλ. 1010. 25.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
endroit où l’on travaille :
1 fabrique, atelier;
2 boutique, échoppe.
Étymologie: ἐργάζομαι.
Greek Monotonic
ἐργαστήριον: τό, οποιοδήποτε μέρος στο οποίο εκτελείται εργασία, εργαστήριο, κατασκευαστήριο, σε Ηρόδ., Αττ.· μεταλλείο, λατομείο, ορυχείο, σε Δημ.· χασάπικο, κρεοπωλείο, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐργαστήριον: τό1) мастерская (τοῦ κναφέος Her.): ὥστε τὴν πόλιν οἴεσθαι πολέμου ἐ. εἶναι Xen. так что город (Эфес) мог показаться военной мастерской;
2) каменоломня или копь Dem.;
3) лавка Arph., Luc.;
4) цирюльня Plut.;
5) притон Dem.;
6) сборище, шайка (συκοφαντῶν Dem.).