καταμόνας

Revision as of 13:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

Adv.

   A alone, apart, better divisim κατὰ μόνας, v. μόνος B.111.

German (Pape)

[Seite 1364] d. i. κατὰ μόνας, einzeln, für sich, Thuc. 1, 32 Xen. Mem. 3, 7, 4.

Greek (Liddell-Scott)

καταμόνᾱς: Ἐπίρρ. μόνος, χωριστά· βέλτιον διῃρημένως κατὰ μόνας, ἴδε μόνος Β, ΙΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ou mieux κατὰ μόνας;
adv.
v. μόνος.

English (Strong)

from κατά and accusative case plural feminine of μόνος (with χώρα implied); according to sole places, i.e. (adverbially) separately: alone.

English (Thayer)

and (as it is now usually written (so L T Tr WH)) separately, κατά μόνας (namely, χώρας), apart, alone: Thucydides 1,32, 37; Xenophon, mem. 3,7, 4; Josephus, Antiquities 18,3, 4; the Sept. for בָּדָד and לְבָדָד, Jeremiah 15:17, etc.)

Greek Monolingual

(AM καταμόνας και κατὰ μόνας)
χωριστά, μεμονωμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τη φρ. κατὰ μόνας «μεμονωμένα»].

Greek Monotonic

καταμόνας: επίρρ., καλύτερα ξεχωριστά, κατὰ μόνας, βλ. μόνος.

Russian (Dvoretsky)

καταμόνᾱς: adv., чаще κατὰ μόνας
1) в одиночку, в одиночестве (κιθαρίζειν Xen.);
2) собственными силами, одни (ἀπωθεῖν Κορινθίους Thuc.).