μελῴδημα

Revision as of 13:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A melodic interval, ib.1145a.

German (Pape)

[Seite 129] τό, der Gesang, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

μελῴδημα: τό, μελῳδία, μέλος, ᾆσμα, Πλούτ. 2. 1145Α.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
chant.
Étymologie: μελῳδέω.

Greek Monolingual

το (ΑM μελῴδημα) μελωδώ
τραγούδι, άσμα, μελωδία
μσν.
ψαλμός.

Russian (Dvoretsky)

μελῴδημα: ατος τό песнь, напев, мелодия Plut.