μεθημοσύνη
English (LSJ)
ἡ,
A remissness, carelessness, Il.13.121: pl., ib.108.
German (Pape)
[Seite 112] ἡ, Nachlässigkeit, Fahrlässigkeit, Il. 13, 121 u. im plur. ibd. 108.
Greek (Liddell-Scott)
μεθημοσύνη: ἡ, ἀμέλεια, ἀφροντισία, Ἰλ. Ν. 121· ἐν τῷ πληθ., αὐτόθι 108.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
négligence, nonchalance.
Étymologie: μεθήμων.
English (Autenrieth)
remissness, Il. 13.108 and 121.
Greek Monolingual
μεθημοσύνη, ἡ (Α) μεθήμων
υποχώρηση, χαυνότητα, αμέλεια, αδιαφορία («τάχα δή τι κακὸν ποιήσετε μεῑζον τῇδε μεθημοσύνη», Ομ. Ιλ.).
Greek Monotonic
μεθημοσύνη: ἡ, αφροντισιά, αμέλεια, απροσεξία, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
μεθημοσύνη: ἡ тж. pl. нерадение, небрежность Hom.