ἀΐσθω

Revision as of 15:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

(ἄημι) Ep. Verb,

   A breathe out, θυμὸν ἄϊσθε he was giving up the ghost, Il.20.403, cf. 16.468.

Greek (Liddell-Scott)

ἀΐσθω: (ἄημι) Ἐπ. ῥῆμα, ἐκπνέω, ἀποπνέω, θυμὸν ἄϊσθε, ἐξέπνευσε, Ἰλ. Υ. 403· θυμὸν ἀΐσθων, ἐκπνέων, ΙΙ. 468· πρβλ. ἀΐω = ἄημι.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
souffler, exhaler.
Étymologie: cf. ἄω, ἄημι ; R. ἈϜ souffler.

Greek Monotonic

ἀΐσθω: μόνο σε ενεστ. και παρατ. (ἄημι), εκπνέω, όπως το ἀποπνέω· θυμὸν ἄϊσθε, παρέδιδε το πνεύμα του, εξέπνευσε, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀΐσθω: выдыхать, испускать (θυμόν Hom.).