ἀκαρί

Revision as of 15:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

τό, kind of

   A mite, bred in wax, Arist.HA557b8.

German (Pape)

[Seite 68] τό, Milbe, ἐλάχιστον ζῶον Arist. H. A. 5, 32 (acarus, Linn.).

Spanish (DGE)

τό
ácaro, cresade la cera, Arist.HA 557b8.

• Etimología: Rel. prob. c. ἀκαρής q.u.

Greek Monolingual

(-εως), το (Α ἀκαρί, το)
νεοελλ.
κάθε μέλος της υφομοταξίας Ακάρεα
αρχ.
είδος της υφομοταξίας Ακάρεα, το οποίο αναπτύσσεται μέσα σε κερί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχαία λέξη προέρχεται πιθ. από συμφυρμό των ἀκαρὴς «μικροσκοπικός σύντομος» + κόρις «κοριός». Για την ετυμολογία της νεοελληνικής λέξης βλ. ετυμολογία λήμματος Ακάρεα].

Russian (Dvoretsky)

ἀκᾰρί: adv. Arst. = ἀκαρῆ.