ἀμελετησία

Revision as of 16:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

ἡ,

   A want of practice, negligence, Pl.Tht.153b; μνήμης Id.Phdr.275a, cf. Eus.Mynd.Fr.33, Ph.1.548, etc.

German (Pape)

[Seite 121] ἡ, Mangelan Uebung, Vernachlässigung, μνήμης Plat. Phaedr. 275 a u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμελετησία: ἡ, ἔλλειψις ἀσκήσεως ἢ μελέτης, παραμέλησις μελέτης, Πλάτ. Θεαίτ. 153Β· μνήμης ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 275Α.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
défaut d’exercice.
Étymologie: ἀμελέτητος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
falta de ejercicio, inactividad μνήμης Pl.Phdr.275a, cf. Tht.153b, ἐστὶν ἐχθρὸν φύσει ... φιλοπονία ἀμελετησίᾳ Ph.1.548, σῶμα ἀργίη τήκει, ψυχὴν δ' ἀμελετησίη ἀσκήσιος τῶν αὐτὴν ἀειρόντων πρὸς τὸ θεοειδέστατον Eus.Mynd.33, cf. Poll.1.159.

Greek Monolingual

η (Α ἀμελετησία) ἀμελέτητος
έλλειψη μελέτης ή άσκησης, παραμέληση.

Greek Monotonic

ἀμελετησία: ἡ, έλλειψη, παραμέληση ασκήσεως και μελέτης, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμελετησία: ἡ отсутствие упражнения или заботы, заброшенность, запущенность (ἀ. τε καὶ ἀμαθία Plat.): ἀ. μνήμης Plat. недостаточное упражнение памяти.