ἀμελετησία

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμελετησία Medium diacritics: ἀμελετησία Low diacritics: αμελετησία Capitals: ΑΜΕΛΕΤΗΣΙΑ
Transliteration A: ameletēsía Transliteration B: ameletēsia Transliteration C: ameletisia Beta Code: a)melethsi/a

English (LSJ)

ἡ, want of practice, negligence, Pl.Tht.153b; μνήμης Id.Phdr.275a, cf. Eus.Mynd.Fr.33, Ph.1.548, etc.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
falta de ejercicio, inactividad μνήμης Pl.Phdr.275a, cf. Tht.153b, ἐστὶν ἐχθρὸν φύσει ... φιλοπονία ἀμελετησίᾳ Ph.1.548, σῶμα ἀργίη τήκει, ψυχὴν δ' ἀμελετησίη ἀσκήσιος τῶν αὐτὴν ἀειρόντων πρὸς τὸ θεοειδέστατον Eus.Mynd.33, cf. Poll.1.159.

German (Pape)

[Seite 121] ἡ, Mangelan Übung, Vernachlässigung, μνήμης Plat. Phaedr. 275 a u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
défaut d'exercice.
Étymologie: ἀμελέτητος.

Russian (Dvoretsky)

ἀμελετησία:отсутствие упражнения или заботы, заброшенность, запущенность (ἀ. τε καὶ ἀμαθία Plat.): ἀ. μνήμης Plat. недостаточное упражнение памяти.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμελετησία: ἡ, ἔλλειψις ἀσκήσεως ἢ μελέτης, παραμέλησις μελέτης, Πλάτ. Θεαίτ. 153Β· μνήμης ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 275Α.

Greek Monolingual

η (Α ἀμελετησία) ἀμελέτητος
έλλειψη μελέτης ή άσκησης, παραμέληση.

Greek Monotonic

ἀμελετησία: ἡ, έλλειψη, παραμέληση ασκήσεως και μελέτης, σε Πλάτ.

Middle Liddell

[From ἀμελέτητος
want of practice, Plat.

English (Woodhouse)

want of practice

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)