ἀνοικτίρμων

Revision as of 16:33, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A pitiless, merciless, S.Fr.659.8, AP7.303 (Antip. Sid.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνοικτίρμων: -ον, ονος, ὁ μὴ οἰκτίρμων, ἀνηλεής, ἄσπλαγχνος, Σοφ. Ἀποσπ. 587, Ἀνθ. Π. 7. 303.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
sans pitié.
Étymologie: ἀ, οἰκτίρω.

Spanish (DGE)

-ον
implacable τις S.Fr.659, ἀνοικτίρμων τις ἔφυς θεός AP 7.303 (Antip.Sid.).

Greek Monolingual

ἀνοικτίρμων (AM) οικτίρμων
άσπλαχνος, άκαρδος.

Greek Monotonic

ἀνοικτίρμων: -ον, ανηλεής, άσπλαχνος, ανελέητος, σε Σοφ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνοικτίρμων: 2, gen. ονος Soph., Anth. = ἄνοικτος.