αὐχενίζω

Revision as of 17:35, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

(αὐχήν)

   A cut the throat of... S.Aj.298.    2 seize by the throat: metaph., κῆρες αὐ. ψυχήν Ph.1.654; λόγους παλαίσμασι ib.676:—Pass., 2.372.    3 bind the neck with a ligature, Hippiatr.10.

German (Pape)

[Seite 405] den Hals abschneiden, τινά Soph. Ai. 291, Schol. λαιμοτομέω.

Greek (Liddell-Scott)

αὐχενίζω: μέλλ. Ἀττ. ῐῶ, (αὐχὴν) ἀποκόπτω τὸν αὐχένα, λαιμοτομῶ, ἀποκεφαλίζω, τοὺς μὲν ηὐχένιζε Σοφ. Αἴ. 298. 2) ἐν Φίλωνι 1. 654 (πρβλ. 2. 372) πιθ. ἄγχω, ἀποπνίγω, στραγγαλίζω· αὕτη δὲ ἡ ἔννοια μνημονεύεται ἐκ τῶν Ἱππιατρ. σ. 41. 22.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. ηὐχένιζον;
1 décapiter, égorger;
2 comprimer le cou ; étouffer.
Étymologie: αὐχήν.

Spanish (DGE)

1 decapitar ταύρους S.Ai.298.
2 coger por el cuello, acogotar, ahogar en metáf. de la lucha παλαίσματι ... αὐχενίζοντες ἐκτραχηλίζειν Ph.1.676, cf. Phot.α 3279
fig. agobiar ἑκάστην (κῆρα) τὴν ψυχὴν αὐχενίζουσαν Ph.1.654, cf. en v. pas., Ph.2.372.
3 vet. hacer un torniquete en el cuello αὐχενίζειν χρή, τὸν δὲ τόπον περιβάλλειν αὐχενιστῆρι Hippiatr.10.8.

Greek Monolingual

αὐχενίζω (Α)
1. κόβω τον λαιμό κάποιου, αποκεφαλίζω
2. στραγγαλίζω, πνίγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυχήν (-ένος).
ΠΑΡ. αρχ. αυχενιστήρ. ΣΥΝθ. αρχ. απαυχενίζω, υψαυχενίζω
αρχ.-μσν.
παραυχενίζω.

Greek Monotonic

αὐχενίζω: μέλ. Αττ. -ῐῶ (αὐχήν), κόβω το λαιμό από έναν άνθρωπο, αποκεφαλίζω, με αιτ., σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

αὐχενίζω: перерезывать горло (τοὺς μὲν ηὐχένιζε, τοὺς δ᾽ ἔσφαζε Soph.).