[Seite 598] ion. = διαπράσσω, w. m. s.
ion. c. διαπράσσω.
pass through or over, accomplish, finish; with part., Il. 9.326, Od. 14.197.
v. διαπράσσω.
διαπρήσσω Ion., zie διαπράττω.
διαπρήσσω: эп.-ион. = διαπράσσω.