δυσαής

Revision as of 19:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ές, (ἄημι)

   A ill-blowing, stormy, ἀνέμοιο δυσαέος Il.5.865; Ζεφύροιο δ. 23.200, al.: poet. gen. pl. δυσαήων for δυσαέων, Od.13.99.    2 generally, excessive, δ. κρυμός Call.Dian.115; καῦμα Q.S.13.134; κῦμα AP7.739 (Phaedim.).    II ill-smelling, of a seal, Opp.C.3.114; φάρμακα Id.H.4.662.

German (Pape)

[Seite 675] ές, 1) widrig wehend, entweder entgegen oder heftig wehend; Att. Prosa δύσπνοος, Scholl. Odyss. 12, 289 Ζεφύροιο δυσαέος: ἤγουν Λιβὸς δυσπνόου, Apoll. Lex. Hom. p. 60, 30 Δυσαέος· δυσπνόου. »βορέαο δυσαέος«. Wohin dies Citat gehört, ist undeutlich. Homer hat das Wort fünfmal: Odyss. 5, 295 Ζέφυρός τε δυσαής, Iliad 23, 200 Odyss. 12, 289 Ζεφύροιο δυσαέος, Iliad. 5, 865 ἀνέμοιο δυσαέος, Odyss. 13, 99 ἀνέμων δυσαήων. Vgl. ἀκραής, ἁλιαής, ζαής, ὑπεραής u. s. Herodian. Scholl. Iliad. 11, 297. – Sp. brauchen es von κρυμός, heftige Kälte, Callim. Dian. 115; καῦμα, Qu. Sm. 13, 134; κῦμα, Phaedim. 4 (VII, 739). – 2) übel riechend; φάρμακα, Opp. C. 3, 114.

Greek (Liddell-Scott)

δυσᾱής: -ές, (ἄημι) ὁ κακῶς πνέων, θυελλώδης ἐξ ἀνέμοιο δυσαέος Ἰλ. Ε. 865· Ζεφύροιο δ. Ψ. 200, καὶ Ὀδ.· ποιητ. γεν. πληθ., δυσαήων ἀντὶ δυσαέων, Ὀδ. Ν. 99. 2) καθόλου, ὑπερβολικός, δ. κρυμὸς Καλλ. εἰς Ἄρτ. 115· καῦμα Κόϊντ. Σμ. 13. 134· κῦμα Ἀνθ. Π. 7. 739. ΙΙ. κακὴν ὀσμὴν ἀποπνέων, Ὀππ. Κ. 3. 114.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
au souffle violent ou funeste.
Étymologie: δυσ-, ἄημι.

Spanish (DGE)

(δυσᾱής) -ές

• Morfología: [no contr. ac. δυσαέα Call.Dian.115; gen. δυσαέος Il.5.865; plu. gen. δυσαήων Od.13.99]
I 1desapacible, tormentoso de vientos καύματος ἒξ ἀνέμοιο δυσαέος ὀρνυμένοιο Il.l.c., Ζέφυρος Il.23.200, Od.5.295, 12.289, cf. 13.99, Thphr.Vent.42, κρυμός D.P.669.
2 unido a un viento perjudicial o excesivo de condiciones climáticas o el oleaje κρυμός Call.l.c., Αἰγαίου κῦμα AP 7.739 (Phaedim.), καῦμα Q.S.13.134, cf. 482
de lugares expuesto a vientos violentos αἵ τε δυσαεῖς ἐσχατιαὶ Πίνδοιο Call.Del.138.
II maloliente φάρμακα Opp.H.4.662, φώκη Opp.C.3.114.
III fig. vehemente, violento χόλος Gr.Naz.M.37.1311.

• Etimología: Comp. de δυσ- y ἄημι qq.u., c. alarg. del segundo término.

Greek Monolingual

δυσαής, -ές (Α)
1. αυτός που πνέει δυνατά, θυελλώδης
2. υπερβολικός, έντονοςδυσαής κρυμός» — τσουχτερό κρύο)
3. αυτός που αποπνέει δυσοσμία.

Greek Monotonic

δυσᾱής: -ές (ἄημι), αυτός που πνέει με σφοδρότητα, θυελλώδης, λέγεται για ανέμους, σε Όμηρ.· Επικ. γεν. πληθ. δυσ-αήων αντί -αέων, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

δυσᾱής: (эп. gen. δυσαέος) дующий навстречу, встречный, противный, неблагоприятный (ἄνεμος Hom.; κῦμα Anth.).