ἐκμηνύω

Revision as of 19:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

   A inform of, betray, Plu.Pel.9 (Pass.), Poll.5.154.

German (Pape)

[Seite 769] anzeigen, verrathen, τὴν πρᾶξιν Plut. Pelop. 9.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκμηνύω: διαγγέλλω, καταμηνύω, προδίδω, Πλουτ. Πελοπ. 9, Πολυδ. Ε΄, 154.

French (Bailly abrégé)

inf. pf. Pass. ἐκμεμηνῦσθαι;
indiquer, dénoncer.
Étymologie: ἐκ, μηνύω.

Spanish (DGE)

divulgar, informar de τοῦτο OGI 532.21 (Galacia I a.C.), ἀντικρὺ τὸν νικοποιὸν καὶ τρισμακάριον σταυρόν Ath.Al.M.28.1064B, cf. Poll.5.154, en v. pas. ἡ πρᾶξις Plu.Pel.9, ταῦτα Philostr.Im.1.22.

Greek Monolingual

ἐκμηνύω (AM)
1. αναγγέλλω, ανακοινώνω
2. προδίδω.

Greek Monotonic

ἐκμηνύω: μέλ. -ύσω[ῡ], πληροφορώ, αναγγέλλω, διαμηνύω, φανερώνω, αποκαλύπτω, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκμηνύω: показывать, обнаруживать, доносить: πᾶσιν παρέστη τὴν πρᾶξιν ἐκμεμηνύσθαι Plut. всем пришло в голову, что заговор открыт.