διαμηνύω
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
point out clearly, Str.11.14.4.
Spanish (DGE)
dar una muestra clara, hacer señales visibles τοῖς ἐπιοῦσιν Str.11.14.4
•en v. med. mismo sent. διεμηνύσατο δέ, καὶ ἦλθεν πρὸς αὐτὸν ὅλον τὸ συνέδριον A.Pil.B 11.2
•c. complet. mostrar con claridad ὅτι πᾶσά τε προσαγωγὴ καὶ τελείωσις ἐν Χριστῷ Cyr.Al.M.68.748B, cf. 873D, Nest.1.2 (p.21.13).
German (Pape)
[Seite 590] anzeigen, Strab. XI p. 528 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διαμηνύω: σαφῶς δεικνύω, Στράβων 528· ἐντεῦθεν οὐσιαστ. -νῡσις, ἡ, Βυζ.· καὶ διαμήνῡμα, τό, Γ. Παχυμ. τ. Β΄, σ. 34. 3 (Βόνν.).
Greek Monolingual
(Α διαμηνύω) μηνύω
1. αναγγέλλω, ανακοινώνω
2. διαβιβάζω μήνυμα
3. δείχνω ή υποδεικνύω με σαφήνεια.