ἐπικαμπής

Revision as of 20:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ές,

   A curved, curling, ὠτάρια BGU781 ii4 (i A.D.); [οὐραῖον] Luc.Gall.28; ξύλον Plu.Cam.32; convex, Pall.in Hp.Fract. 12.284C.; of hammer-toes, Heph.Astr.1.1. Adv. -πῶς Sch.rec.A. Th.384.

German (Pape)

[Seite 945] ές, eingebogen, gekrümmt, vom lituus, Plut. Cam. 32; Luc. Gall. 28.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
recourbé.
Étymologie: ἐπικάμπτω.

Greek Monolingual

-ές (AM ἐπικαμπής) επικάμπτω
καμπύλος, γωνιώδης, κυρτός, γυριστός
αρχ.
1. ευλύγιστος.
επίρρ...
ἐπικαμπῶς (AM)
καμπυλωτά, κυρτά.

Greek Monotonic

ἐπικαμπής: -ές, λυγισμένος, κυρτός, καμπύλος, ελικοειδής, σε Πλούτ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικαμπής: согнутый, изогнутый, загнутый (ξύλον Plut.; τὸ οὐραῖον πτερόν Luc.).