ἐπικάμπτω
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
English (LSJ)
A bend into an angle, τὸν δάκτυλον Arist.HA556b17; [κλάδους] χερσί Them.Or.21.249a; Archit., make an angle or return, IG22.1668.75:—Pass., bend or turn, ἐς τὰ ἀριστερά Hp.Oss.10; arch, ὀφρὺς ἐπικεκαμμένη Arist.PA671b33; of troops, advance the wings, so as to form angles with the centre and take the enemy in flank, X.Cyr.7.1.5, HG4.2.20, An.1.8.23; τὸ στόμα ἐπικεκαμμένον ἔχουσα [φάλαγξ] Ascl.Tact.11.1; also of a fleet, form a curved line so as to envelop the enemy, D.C.50.31.
2. Act., ἐ. πρὸς ἔλεόν τινας move to pity, Lib.Decl.46.13:—Pass., abs., Ctes.Fr. 29.56, Lib.Or.6.38; πρὸς τὸν ὀδυρμόν Id.Loc.1.31.
II. intr., to be bent, Arist.HA529a12.
German (Pape)
[Seite 945] einbiegen, umbiegen, krümmen, Hippocr.; τὸν δάκτυλον Arist. H. A. 5, 30; bes. vom Heere, die Flügel einwärts od. auswärts krümmen, εἰς κύκλωσιν, um den Feind zu umzingeln, Xen. Hell. 4, 2, 20; absol., ἐπέκαμπτεν ὡς εἰς κύκλωσιν An. 1, 8, 23. – Auch Sp., wie Geop.
French (Bailly abrégé)
courber en fer à cheval.
Étymologie: ἐπί, κάμπτω.
Greek Monolingual
(AM έπικάμπτω)
1. κάμπτω, λυγίζω κάτι ώστε να σχηματίσει γωνία, κυρτώνω
2. (αμτβ.) κυρτώνομαι
μσν.
μέσ. ἐπικάμπτομαι
είμαι προσηνής, ευπροσήγορος («οὗτος συνήλγει πάσχουσι, συνέκαμνε πονοῦσι, τοῖς ξένοις ἐπεκάμπτετο, φίλους παρεμυθεῖτο», Κ. Μανασσ.)
αρχ.
1. σχηματίζω γωνία, στροφή ή αψίδα
2. στρέφομαι
3. (για στρ. φάλαγγα) δίνω στη φάλαγγα τον σχηματισμό «επικαμπή»
3. (για στόλο) σχηματίζω κυρτη γραμμή για να κυκλώσω τον εχθρό
4. μτφ. συγκινώ, μαλακώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κάμπτω «λυγίζω»].
Greek Monotonic
ἐπικάμπτω: μέλ. -ψω, λυγίζω έτσι ώστε να σχηματισθεί γωνία — Παθ., κινώ τα άκρα του στρατεύματος προς τα εμπρός, έτσι ώστε να σχηματίσω γωνίες με το κέντρο και να προσβάλλω τον εχθρό κι απ' τις δύο πλευρές, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικάμπτω:
1 сгибать (δάκτυλον Arst.): ὀφρὺς ἐπικεκαμμένη Arst. дугообразная бровь;
2 воен. строить углом: ἐ. εἰς κύκλωσιν Xen. загнуть фланги для окружения противника;
3 изгибаться (ἔντερον ἐπικάμψαν Arst.).
Middle Liddell
fut. ψω
to bend into an angle:—Pass. to move the wings of an army forward, so as to form angles with the centre and take the enemy in flank, Xen.