ἡδυεπής

Revision as of 21:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

Dor. ἁδ-, ές,

   A sweet-speaking, Il.1.248; Ὅμηρος Pi.N.7.21, cf. AP9.525.8, etc.; sweet-sounding, λύρα Pi.O.10(11).93; ὕμνος Id.N.1.4: voc., ὦ Διὸς ἁδυεπὲς φάτι S.OT151: poet.fem. pl., ἡδυέπειαι Μοῦσαι Ὀλυμπιάδες Hes.Th.965, 1021:sg., -έπειασῦριγξ Nonn.D.10.390.

German (Pape)

[Seite 1153] ές, süß, angenehm redend; Νέστωρ Il. 1, 248; ἁδυεπὴς λύρα Pind. Ol. 11, 97; ὑμνος N. 1, 4; Ὅμηρος 7, 21; Apollo, Anth. (IX, 525).

Greek (Liddell-Scott)

ἡδυεπής: Δωρ. ἁδυ-, ές, ἡδέως ὁμιλῶν, Ἰλ. Α. 248, Πίνδ. Ν. 7. 31, Ἀνθ. Π. 9. 525, κτλ.· ἡδέως ἠχῶν, λύρα Πινδ. Ο. 10 (11). 114· ὕμνος ὁ αὐτ. Ν. 1. 4· κλητ. ὦ Διὸς ἁδυεπὲς φάτι Σοφ. Ο. Τ. 151·- ποιητ. θηλ. πληθ., ἡδυέπειαι Μοῦσαι Ὀλυμπιάδες Ἡσ. Θ. 965, 1020.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
au doux parler, au doux langage.
Étymologie: ἡδύς, ἔπος.

English (Autenrieth)

(ϝέπος): sweet-speaking, Il. 1.248†.

Greek Monotonic

ἡδυεπής: (ἔπος), Δωρ. ἁδυ-, -ές, αυτός που μιλάει γλυκά, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· αυτός που ακούγεται, ηχεί γλυκά, σε Πίνδ.· ποιητ. θηλ. ἡδυέπεια, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ἡδῠεπής: дор. ἁδυεπής 2
1) сладкоречивый (Νέστωρ Hom.);
2) сладостный, сладкозвучный (φάτις Διός Soph.; λύρα, ὕμνος Pind.; Ἀπόλλων Anth.).