θεηκόλος
German (Pape)
[Seite 1191] ὁ, Priester, Paus. 5, 15, 10; als v. l. Luc. Alex. 41.
Greek (Liddell-Scott)
θεηκόλος: -ον, = θεοκόλος, ἱερεύς, Παυσ. 5. 15, 10, Συλλ. Ἐπιγρ. 344, 1738.
Greek Monolingual
θεηκόλος, -ον (Α)
1. ιερέας, θεοκόλος
2. μέλος παιδικής εκκλησιαστικής χορωδίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. θεηκόλος (ή θεοκόλος) < θεη- (βλ. θεο-) + -κολος αναλογικά προς το βoυ-κόλος, ενώ ο αναμενόμενος τ. είναι θεη-πόλος (ή θεο-πόλος ή θειο-πόλος) < θεη- (βλ. θεο-) + -πολος < πέλω / πέλομαι που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα kwel- «τριγυρνώ, περιφέρομαι» (πρβλ. αι-πόλος, αμφί-πολος)].
Russian (Dvoretsky)
θεηκόλος: ὁ жрец (Luc. - v. l. θεοπρόπος).