κιβώριον

Revision as of 22:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

τό,

   A seed-vessel of the κολοκασία, a kind of Nvmphaea, containing the κύαμος Αἰγύπτιος, Nic.Fr.81.3, D.S.1.34, POxy.105.18 (ii A.D.); κ. ἢ κιβώτιον Dsc.2.106; of the plant itself, Sor.1.57.    II cup, either from the material or the shape, Did. ap. Ath. 11.477f, Hegesand.21; used liturgically, PMag.Par.1.1110.

German (Pape)

[Seite 1436] τό, das Fruchtgehäuse der ägyptischen Pflanze κολοκασία, einer Art nymphaea, welches den eßbaren Saamen, κύαμος Αἰγυπτιακός enthält; Diosc.; Ath. III, 72 a; D. Sic. 1, 34 u. A. – Auch eine Art Becher, Didvm. Ath. XI, 477 e.

Greek (Liddell-Scott)

κῐβώριον: τό, τὸ περικάρπιον τοῦ Αἰγυπτίου κυάμου· ἡ δὲ ῥίζα τοῦ φυτοῦ λέγεται κολλοκασία, Διόδ. 1. 34, Νικ. παρ’ Ἀθην. 72A κἑξ., πρβλ. Spreng. Διοσκ. 2. 128. ΙΙ. ποτήριον, εἴτε ἐκ τῆς ὕλης εἴτε ἐκ τοῦ σχήματος, Δίδυμ. παρ’ Ἀθην. 477E. 2) σκιάς, οὐρανὸς τῆς ἱερᾶς τραπέζης ἐν τῷ ἱερῷ, Βίος Βασιλ. 184C, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασιλ. Τάξ. 232, 16, ἐπίσης, κιβούριον Χρον. Πασχάλ. 713, 11, Μαλαλ. 490, 3, κλ.

Spanish

cáliz

Greek Monolingual

κιβώριον, το (ΑΜ)
βλ. κιβούρι.

Russian (Dvoretsky)

κῐβώριον: τό бот. семенная коробочка египетской кувшинки Diod.