κισσοδέτας

Revision as of 23:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

α, ὁ, Dor. for -δέτης, (δέω A)

   A bound or crowned with ivy, of Bacchus, cj. in Pi.Fr.75.9 (κισσοδόταν, κισσοδαῆ codd.).

German (Pape)

[Seite 1442] dor. = κισσοδέτης, mit Epheu gebunden, gekränzt, Bacchus, Pind. frg. 45 bei D. Hal. de C. V. p. 306, wo κισσόδετος u. κισσοδότας vermuthet wird, v. l. κισσοδαής.

Greek (Liddell-Scott)

κισσοδέτᾱς: -ου, ὁ, Δωρ. ἀντὶ τοῦ -δέτης, (δέω), ἐστεμμένος μὲ κισσόν, Πινδ. Ἀποσπ. 45. 9, πρβλ. κηροδέτης.

Greek Monolingual

κισσοδέτας, ὁ (Α)
(δωρ. τ.) στεφανωμένος με κισσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -δέτας (< δέω «δένω»), πρβλ. κηπο-δέτας].

Russian (Dvoretsky)

κισσοδέτᾱς: ου увенчанный плющом (θεός, sc. Βάκχος Pind.).